- εισηγητής
- οθηλ. -ήτρια1. αυτός που κάνει την εισήγηση, που προτείνει κάτι για συζήτηση: Ο εισηγητής του νέου εκλογικού νόμου.2. ο εμπνευστής, ο υποκινητής, ο ηθικός αυτουργός: Εισηγητής εκπαιδευτικών καινοτομιών.3. σε πολυμελή συμβούλια, αυτός που αναλαμβάνει να συντάξει έκθεση, που θα υποβοηθήσει την ολομέλεια να πάρει τις σχετικές αποφάσεις: Εισηγητής της κοινοβουλευτικής επιτροπής.4. βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.